Αφού παίξεις λίγο με το mouse κουνώντας τις εικόνες, κάνε scroll down για να δεις αναλυτικά τις φωτογραφίες και να διαβάσεις τις αναμνήσεις των ανθρώπων του Λάκκου! Χρησιμοποίησε τα μπλε βελάκια για να πας δεξιά – αριστερά!
Όταν ο γιος μου ο Μιχάλης μου ήταν μικρός, ήταν περίεργος. Το σπίτι μας ήταν μεσοτοιχία με τους οίκους ανοχής και ό,τι γινόταν εκεί μέσα το ακούγαμε.
Είχε ανέβει ο Μιχάλης λοιπόν στο ονταδάκι να κοιμηθεί και μια στιγμή τον ακούω να φωνάζει:«Ζαχαρία, μαμά, ελάτε να ακούσετε! Άκου τι λένε από κει: «Βγάλε το σουτιέ σου!».
Τον πιάνω και του ρίχνω ένα χαστούκι! «Τι φταίω εγώ ρε μαμά, εγώ το άκουσα!»
Κατίνα.
Ήτανε μια «κοινή», πολύ παχουλή που έκοβε από τις άλλες την πελατεία.
Την φωνάζανε «Αγγούρια - Αγγούρια» γιατί ο πατέρας της πουλούσε αγγούρια!
Η Αγγούρια-Αγγούρια ειδικευόταν στα μικρά παιδιά που δεν είχαν μάθει ακόμα
τις «χαρές του έρωτα». Μια μέρα είχε θυμώσει με τις άλλες κι άρχισε να φωνάζει:
«Εμένα μη με πειράζετε, γιατί θα κάτσω στη μέση της πλατείας
και θα τους πάρω όλους
με 1 φράγκο!».
Άλλη μέρα είχε έρθει «πελάτης» ο Βαπόρας, ένας αχθοφόρος.
Είχε τότε πολλούς αχθοφόρους
το Ηράκλειο. Της χτυπούσε την πόρτα και φώναζε:
«Αγγούρια! Αγγούρια! Άνοιξε, είμαι ο Βαπόρας. Έχω και τσιγάρα και λεφτά!»
Κι εμείς είχαμε στηθεί απέναντί, πίσω από ένα ύψωμα με χώματα και περιμέναμε
πότε
θα του άνοιγε να μπει μέσα για να τους πετάξουμε πέτρες!
Όποτε έρχονταν οι Αμερικάνοι κρατούσαν τσίχλες, σοκολάτες... Μας τις πετούσαν κι εμείς πέφταμε κάτω να δούμε ποιοι θα τις πρωτοπάρουμε!
...Ήταν κι χωροφύλακας ο Πολυξίγκης, που κρατούσε ένα λουρί και κυνηγούσε τα παιδιά! Τον τρέμαμε!
Ζαχαρίας
Ήμουν μικρή κι είχα κάτσει σε ένα πεζούλι και τις κοίταζα όταν ξαφνικά έρχεται μια κυρία από αυτές και μου χαρίζει μια κούκλα με πράσινο σατέν φόρεμα. Τρελάθηκα από την τόση χαρά που πήρα!
Γύρισα και την κοίταξα:
αυτό που μου έμεινε είναι ότι είχε ένα τικ στο πρόσωπο. Δεν την είδα ποτέ ξανά από τότε.
Πέρασαν πολλά χρόνια, μια άλλη από αυτές τις γυναίκες αφού πήρε «σύνταξη», επέστρεψε στον Λάκκο για να γεράσει εδώ. Πήγα και τη συνάντησα και τη ρώτησα τι απέγινε η γυναίκα με το τικ.
Αυτή η γυναίκα, μου είπε, εκείνη την εποχή,
πήγε κι έπεσε από τον Κούλε κι αυτοκτόνησε.
Γωγώ.
Το καφενείο του Νικήτα ήταν ένα από τα πιο γνωστά καφενεία του Λάκκου. Ο Νικήτας ήταν χαρακτηριστική φυσιογνωμία ταβερνιάρη. Παντρεύτηκε τη Νικήταινα, μια πρώην πόρνη, κατάξανθη – σχεδόν κόκκινη – που φορούσε χρυσά βραχιόλια και στα δυο της χέρια μέχρι πάνω, ως τους αγκώνες.
Όταν πέθανε ο Νικήτας, η Νικήταινα πήγαινε στη φωτογραφία του στο σαλόνι και φώναζε:
«Όφου και πώς θα σε ξεχάσω! Όφου και πώς θα σε ξεπεράσω!».
Κάποια στιγμή η Νικήταινα γνώρισε κάποιον άλλον. Και τότε πήγε στη φωτογραφία και του είπε:
«Όφου Νικήτα μου, μα θα σε ξεκρεμάσω!»
Γωγώ.
Είμαστε φίλες, 80 χρόνια. Οι μόνες που ζούμε είμαστε εμείς. Μπορούμε να κρατήσουμε μίσος και κακία;Εδώ γεννηθήκαμε, εδώ μεγαλώσαμε, εδώ γεράσαμε.
Ριρίκα
Κάναμε χορούς, στις απόκριες, στις γιορτές, στα σπίτια μας. Κάναμε «πάρτι»!
Κατίνα: Χορεύαμε τη samba!
Ριρίκα: Εμένα μου άρεσε το βαλς!
Στα καφενεία μαζεύονταν τα κουτσαβάκια που φορούσαν τακούνι «ποτηράτο».
Ήτανε κι ένας που είχε φωνόγραφο, ο Νικολής. Πήγαινε στα καφενεία και του κάνανε παραγγελίες, ή του δίνανε οι «κοπέλες» χαρτζιλίκι για να παίξει έναν δίσκο.
Σταύρος
Οι «γυναίκες» του Λάκκου βοηθούσαν όπου υπήρχε ανάγκη. Ήξεραν ότι όλες μας είχαμε πολλά παιδιά. Μπορεί να τις βλέπαμε σπάνια αλλά στέλνανε τις δούλες τους για ψώνια και μετά χτυπούσαν τις πόρτες και έδιναν τσάντες με πράγματα.
Δεν υπήρχε «στίγμα». Δεν ενοχλούσαν. Δεν υπήρχαν κλειδαριές στην πόρτα. Τις θυμάμαι να φοράνε μακριές ρομπ σαμπρ και πασούμια γεμάτα πέρλες!
Μαρίκα
Με τον άντρα μου έζησα 48 χρόνια. Τόσα χρόνια!
Ήταν κουρέας και είχε εδώ το κουρείο του.
Ερχόταν κόσμος πολύς, νεαροί...
Ο άντρας μου με κούρευε κι εμένα!
Ελένη
Και θυμάμαι που πήγα κι είδα έναν χοίρο να τρώει έναν Γερμανό.
Ο ΧΟΙΡΟΣ, ΤΟΝ ΓΕΡΜΑΝΟ, ΤΟΝ ΗΤΡΩΕ!
Ήτανε πολλοί Γερμανοί εδώ σκοτωμένοι, τσι φέρνανε και τσι ρίχνανε χάμε στο περιβόλι. Ύστερα έκαναν παράπονα γιατί έβγαινε οσμή. Κι ήρθαν οι Γερμανοί με τα αυτοκίνητα και πήρανε όλους τους σκοτωμένους Γερμανούς και τους πήγαν στο Μάλεμε για να τους θάψουνε.
Κατίνα
Όταν ήμασταν μικρά παιδιά; Δεν παίζαμε παιχνίδια. Ήταν δύσκολα χρόνια.
Δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε την πόρτα να βγούμε έξω αν δεν ήταν μαζί μας οι γονείς, γιατί ήταν οι πόρνες. Έρχονταν τα καράβια, έρχονταν οι ναύτες και μπουκάρανε παντού.
Όταν έφυγαν οι «κοινές» βγαίναμε κάθε απόγευμα και βεγγερίζαμε.
Ριρίκα
Θυμάμαι όταν ήμασταν πιτσιρίκια που είχαμε χωριστεί σε δύο συμμορίες: των «καλών» οικογενειών και των «κακών». Στη δεύτερη ανήκαν τα παιδιά που οι γονείς τους εργάζονταν στα πορνεία. Οι γονείς μας είχαν περάσει το μήνυμα ότι αυτά ήταν τα «κακά» παιδιά. Οι δύο συμμορίες παίζαμε μεταξύ μας πετροπόλεμο, με πολύ μίσος!
Γιώργος
Εκεί που είναι τώρα το πολιτιστικό ήταν περιβόλια και μια μεγάλη αλάνα που έπαιζαν τα κοπέλια. Εκεί ήταν η Περβόλα της κυρίας Μαρίας και του Αντρέα που πηγαίναμε και αγοράζαμε λαχανικά. Τώρα το Πολιτιστικό μας κατέστρεψε. Μας έχει κλείσει εδώ πέρα, είναι πολύ στενάχωρα.
Ελένη
Είμαι γέννημα ανέθρεμα του Λάκκου κι η μητέρα μου κι εγώ. Εδώ ανέθρεψα 6 παιδιά και σήμερα έχω 17 εγγόνια και 8 δισέγγονα. Η γειτονιά ήταν γεμάτη κοπέλια, εγώ είχα έξι, η άλλη οχτώ...
Γιατί κάναμε τόσα παιδιά;
Τότε δεν είχαμε τηλεόραση, ούτε «μπρουκ-μπρουκ» (ενν. facebook). Αγκαλιαζόμασταν με τον άντρα μας, ήθελε να τον χαϊδέψουμε, να μας χαϊδέψει αυτός μια φορά... την άλλη μέρα ήμασταν βαρεμένες! Ε, αυτό ήταν!
Ελένη
Όταν ήμασταν μικρά παιδιά φοβόμασταν, γιατί συχνά έρχονταν «πελάτες» από τον Αμερικανικό στόλο για να πάνε στις «γυναίκες». Δεν ήξεραν όμως πού ακριβώς να πάνε και χτυπούσαν τις πόρτες σε σπίτια που έμεναν «καλές οικογένειες».
Τότε εμείς τα παιδιά, δεν ξέρω πώς, μάθαμε τη λέξη «φαμίλια», όχι family, φαμίλια. Κι όταν μας χτυπούσαν το κουδούνι οι Αμερικανοί βγαίναμε έξω και φωνάζαμε:
«Φαμίλια! Φαμίλια!!!»
Γιώργος
...Πέρασα πολύ ωραία παιδικά χρόνια. Ήμασταν αγαπημένοι στη γειτονιά. Θυμάμαι που καθαρίζαμε το διπλανό σπίτι, απλώναμε κουβέρτες κάτω και παίζαμε. Εγώ έκανα τη Ραφαέλα Καρά, η μια φίλη μου το κορίτσι λάστιχο, η άλλη έκανε τον κλόουν. |
...Οι άνθρωποι τότε ήταν δεμένοι, δεν μας ενδιέφερε τι έκανε ο γείτονας. Κάθε βράδυ κάναμε βεγγέρα. Ο ένας έφερνε μια ρέγκα, ο άλλος δυο ελιές. Καλές εποχές περάσαμε! |
|
...Στου Κληδώνου γινόταν μεγάλη γιορτή. Μία ηλικιωμένη μάζευε όλα τα κοριτσάκια και κάνανε το αμίλητο νερό. Βάζαμε τραπέζια στα δρομάκια, φέρναμε ρεφενέ το φαγητό, ο καθένας κι από κάτι. |
...Τότε αν έκανες 12 παιδιά, το 12ο στο βάφτιζε η βασίλισσα. Όντως στη γειτονιά είχαμε δύο οικογένειες που είχαν 13 παιδιά. Ήρθε η βασίλισσα και βάφτισε ένα από κάθε οικογένεια. |
|
...Το Πολιτιστικό είναι σαν το κέρατο στη μέση – μέση. |
...Σαν παιδιά δεν είχαμε παιχνίδια. Μια κάλτσα ράβαμε και την κάναμε μπάλα ή φτιάχναμε κούκλες με πανιά και τους πλέκαμε φουστανάκια και δαντέλες. |
|
...Μπροστά στο Υγειονομικό, ήταν ένα περιβόλι με πηγάδι. Κι ήταν ο μπαρμπα-Κώστας με ένα γαϊδούρι και γύριζε γύρω-γύρω κι έβγαζε νερό για να ποτίσει. Απέναντι ακριβώς ήταν ο κλίβανος. |
...Η περιοχή τροφοδοτούσε με εργάτες πολλά σταφιδεργοστάσια του Ηρακλείου. |