Κείμενο / φωτό: Χρήστος Πατεράκης
Η ιδέα έπεσε σαν βόμβα εκείνο το μεσημέρι του φθινοπώρου: «Ρε, άντε να πάμε να περάσουμε το φαράγγι της Αγίας Ειρήνης με τα ποδήλατα;». Σε μια ώρα φορτώνουμε το αμάξι και βουρ, τέσσερα άτομα για το ομώνυμο χωριό όπου είναι και η αφετηρία του Φαραγγιού. Η διαδικασία της συνεννόησης με το φύλακα απλή και με το αντίτιμο των 3 ευρώ ανά άτομο, το πάρτι ξεκίνησε. «Παιδιά να κατέβουμε σιγά και προσεχτικά» ήταν η ατάκα που ακούστηκε. Τίποτε άλλο…
Τα πρώτα περάσματα πανεύκολα και διασκεδαστικά, με τα ποδήλατα μας να πλανάρουν ταχύτητα μέσα στο στενό μονοπάτι και εμάς να ουρλιάζουμε από χαρά. Η φόρα όμως κόπηκε νωρίς, αφού τα ανηφορικά κομμάτια είναι αδύνατο να “βγουν” με πετάλι. Κουβάλημα στη πλάτη και με το που ξεκορφίζεις έχεις μπόλικα κατηφορικά σκαλιά να κατεβείς, με το ξύλινο κάγκελο να σε προφυλάσσει τόσο ψυχολογικά όσο και σωματικά από μια πρόωρη κατάβαση στα πιο χαμηλά επίπεδα του φαραγγιού. Οι άλλοι τρεις της παρέας που διαθέτουν full suspension ποδήλατα (με ανάρτηση και στους δύο τροχούς) απλά εξαφανίζονται και βρίσκομαι να παλεύω μοναχικά με το hard tail δανεικό ποδήλατο μου, που επιθυμεί απεγνωσμένα να με ξεφορτωθεί από τη σέλα του και να με πετάξει με τα μούτρα στα απότομα και μεγάλα σκαλοπάτια. Πιο κάτω η ανηφόρα κάνει την εμφάνιση της ξανά και καταφέρνω να καλύψω τη διαφορά αφού τα λιγότερα κιλά και η ευελιξία του ποδηλάτου μου με βοηθάει να κερδίσω το χαμένο έδαφος. Ναι μεν χαροπαλεύω στα μεγάλα και απότομα σκαλιά αλλά η ανταμοιβή έρχεται στο κουβάλημα - και η Αγιά Ειρήνη έχει μπόλικο κουβάλημα τελικά.
Ναι μεν χαροπαλεύω στα μεγάλα και απότομα σκαλιά αλλά η ανταμοιβή έρχεται στο κουβάλημα - και η Αγιά Ειρήνη έχει μπόλικο κουβάλημα τελικά.
Από τα μέσα της διαδρομής και μετά το πράγμα στρώνει προς το καλύτερο. Το συνεχές βατό και κατηφορικό μονοπάτι αλλάζει τα δεδομένα και οι ταχύτητες μεγαλώνουν επικίνδυνα για τα δεδομένα της μορφολογίας του εδάφους. Το μόνο που κοιτάς είναι το επόμενο πάτημα και τα ποδήλατα μας ίπτανται όπου υπάρχουν φυσικά «σαμαράκια» και άλματα, αλλά περνάνε και δύσκολες στιγμές καθώς χτυπάνε άτσαλα πάνω στα φυτευτά βράχια. Πιο κάτω, εκεί που τα τοιχώματα ήθελαν να βρεθούν όλο και πιο κοντά αναγκαζόμαστε να ξεκαβαλήσουμε και να πάρουμε στα χέρια ένα ένα τα ποδήλατα. Έχει κι αυτό τη πλάκα του, καθώς τα τιμόνια σφηνώνουν δεξιά αριστερά και η κατάβαση από τα δύσβατα σημεία δεν είναι και η ευκολότερη. Ευκαιρία για στάση και νερό, γιατί δύο ώρες τώρα δεν έχουμε κάτσει ούτε δευτερόλεπτο αφού η πώρωση μας έχει κυριεύσει. Τώρα όμως μας έχει καταβάλλει η κούραση, αφού το να πεταλάρεις σε μη σταθερό ρυθμό και ταυτόχρονα συχνά πυκνά να κουβαλάς, δεν είναι ό,τι πιο ξεκούραστο και σίγουρα όχι χαλαρωτικό. Βέβαια, εδώ που τα λέμε, για να πωρωθούμε πήγαμε.
Οι εξιστορήσεις για το πώς πέρασε ο καθένας το κάθε δύσκολο σημείο δίνουν και παίρνουν με μπόλικες δόσεις υπερβολής η κάθε μια και ακούγοντας μας θαρρείς ότι κατεβήκαμε στα έγκατα της γης με τα ποδήλατα. Τα τοιχώματα όλο και ανοίγουν και αυτό μαρτυρά ότι το πάρτι κάπου εδώ τελειώνει. Όχι όμως χωρίς την έκπληξη που περιλαμβάνει μονοπάτι με άψογα στρογγυλεμένη φυτευτή ποταμόπετρα που καραδοκεί να διπλώσει τιμόνια και να στείλει αναβάτες να γνωρίσουν αυτοπροσώπως τη μορφολογία και τη σύνθεση του εδάφους. Πιρούνια, αμορτισέρ και όλα τα ένστικτα της επιβίωσης δουλεύουν υπερωρίες μέχρι που σκάμε απότομα στην έξοδο του φαραγγιού, έχοντας μόλις πέντε ασφάλτινα χιλιόμετρα για τη Σούγια.
Κοιταχτήκαμε ξανά και ταυτόχρονα όλοι μαζί είπαμε «πάμε άλλη μια;»