Όποιος τη νύχτα πορπατεί και την αυγή κοιμάται….
Κείμενο: Χρήστος Πατεράκης
Φωτό: Στέλιος Μαλεκάκης
Στην αρχή από μέσα μου χλεύασα την ιδέα του Στέλιου αλλά το σκέφτηκα λίγο καλυτέρα. Θα είχαν ενδιαφέρoν τα χαροπαλέματα με φακό στο κεφάλι..
Η διαδικασία ετοιμασίας πιο πρόχειρη από ποτέ και με ένα σχοινάκι μόλις δέκα μέτρα δανεικό του Βάγια, μπήκαμε στο φαράγγι, αποκλείοντας το οποιοδήποτε ραπέλ. Το σκοτάδι μας βρήκε στη Μονή και λίγο αργότερα με την νύχτα σε προχωρημένη μαυρίλα, βρήκαμε το γάργαρο και ολοπράσινο νερό που μέσα του ζούσαν ολοζώντανα βατραχάκια, έτοιμα να μετακομίσουν στα στομάχια μας. Ευχαριστήσαμε το Στέλιο με μερικά κοσμητικά καντήλια για την υπέροχη ιδέα που είχε να μην γεμίσουμε νερό από το Λινοσέλι… και με γεμάτα παγούρια το πάρτι ξεκίνησε. Στόχος μας ήταν να βρούμε το Χαλαρομούρι, μια ράχη που θα μας πέρναγε πάνω από την αρχική κοίτη του φαραγγιού, αλλά τα πράματα δεν πήγαν ακριβώς όπως τα υπολογίζαμε. Για Χαλαρομούρι ψάχναμε, Χαλαρομούρι δεν υπήρχε.
Πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, μπρος πίσω και χαομένοι μέσα στο σκοτάδι ψάχναμε να βρούμε μια πιο ομαλή γλώσσα από πέτρες που θα μας έδινε το οκ για την συνέχεια. Όμως πουθενά. Είμαστε για ώρα χαμένοι μέσα στο σκοτάδι και ακόμα και να ξημέρωνε, πάλι χαμένοι θα ήμασταν. Το φεγγάρι ίσα που πάει να βγει, και εκεί μέσα στο χαμό μας σταματάμε για ανασύνταξη δυνάμεων. Οι φωνές της λογικής κάνουν κιόλας σχέδια για το πώς θα κοιμηθούμε πρόχειρα πάνω στις πευκοβελόνες, αλλά η φωνή της αυτοπεποίθησης του Στέλιου μας παρακινεί να ψάξουμε λίγο ακόμα.
Ευτυχώς ο φακός δεν φέγγει μακριά και δεν βλέπουμε το βάθος του γκρεμού που χάσκει δεξιά και αριστερά, ενώ το μόνο που μας κρατάει όρθιους από μια ανασφαλή ελεύθερη πτώση στο μαύρο σκοτάδι, είναι οι σόλες των παπουτσιών μας
Είμαστε σχεδόν δύο ώρες ανάμεσα σε ένα λαβύρινθο από γκρεμούς, πέτρες και πυκνή βλάστηση, άλλα κάτι μας οδηγεί να ψάξουμε λίγο ακόμα. Το φεγγάρι αρχίζει σιγά σιγά να φωτίζει, μια ράχη ξεχωρίζει από μακριά και μοιάζει σαν την τελευταία ελπίδα μας. Δείχνει λίγο ανέφικτο να φτάσουμε ως εκεί αλλά δεν το παρατάμε, παρόλο που στο μυαλό μας η υπόθεση “Κλάδος- νύχτα” είναι τελειωμένη. Εκεί που δεν το περιμέναμε όμως ένας «κούκος» από πέτρες θα αλλάξει εντελώς τα δεδομένα. Δεν ξέρουμε το πώς, αλλά είμαστε πάνω στο Χαλαρομούρι, και αυτό το ψευτοστραστάκι σε σχέση με ό,τι ανεβοκατεβήκαμε μέχρι τώρα, μοιάζει με την autobahn της Γερμανίας. Ξαφνικά η νύστα έκανε στην άκρη, τα πόδια έβαλαν φτερά και από την πλήρη ανασφάλεια, περάσαμε στη σιγουριά και την ασφάλεια.
Η συνέχεια καθόλου ρόδινη βέβαια. Αφήνουμε πίσω μας την κοίτη και αρχίζουμε να ανεβαίνουμε το δεξί πλάι του φαραγγιού με σκοπό να βρούμε τη Μαύρη θάλασσα. Ο Στέλιος είναι μπροστά και δείχνει τόσο πειστικός ότι ξέρει που πάει, λες και έχει ταμπέλες. Εγώ με το Γιάννη λίγο πιο πίσω αλλάζουμε ματιές δυσπιστίας, όντας σίγουροι ότι είμαστε ξανά χαμένοι. Έχουμε αποφασίσει οι δύο μας να ανακοινώσουμε στο Στέλιο ότι μόλις πατήσουμε ίσιο σταθερό και επίπεδο έδαφος, να σταματήσουμε να περιμένουμε το ξημέρωμα.
Κατεβαίνουμε ένα εκτεθειμένο ρέμα σε ένα απόλυτα σαθρό έδαφος με μείγμα από χώμα, πευκοβελόνες και άλλα, μπόλικα, γλιστερά φυσικά υλικά. Ο Στέλιος έχει πάρει φόρα και κατεβαίνει ένα πολύ εκτεθειμένο κομμάτι. “Ρε θα σκοτωθούμε από δω…” του φωνάζω και σαν παιδάκι που το μαλώνεις έψαξε για πιο ασφαλές κατέβασμα. Ευτυχώς ο φακός δεν φέγγει μακριά και δεν βλέπουμε το βάθος του γκρεμού που χάσκει δεξιά και αριστερά, ενώ το μόνο που μας κρατάει όρθιους από μια ανασφαλή ελεύθερη πτώση στο μαύρο σκοτάδι, είναι οι σόλες των παπουτσιών μας. Φτάνοντας στη Μαύρη Θάλασσα πειστήκαμε για άλλη μια φορά ότι ο Στέλιος ξέρει που πάει και πραγματικά μετά από τόσο μπουρδούκλωμα σε ράχες, γκρεμνά και βράχια, είμαστε, ή μάλλον δεν είχαμε χάσει ποτέ το σωστό πέρασμα. Το πρώτο φως μας βρίσκει στη Σφακοπεζούλα και μια ώρα ύπνο είναι απαραίτητη. Στρώνουμε για στρώματα ότι ρούχα έχουμε πάνω στις πιο αναπαυτικές πέτρες και μέσα σε δευτερόλεπτα ο ύπνος παραλύει και την τελευταία μυϊκή ίνα του σώματος. Ο νους όμως ακόμα ταξιδεύει και μέσα στην παραζάλη του Μορφέα ψάχνει να δώσει απαντήσεις γιατί βάζουμε μυαλό και σώμα σε τέτοια ένταση και γιατί παίρνουμε τέτοιου είδους ρίσκα. Δεν χρειάστηκε πολλή σκέψη. Ασφαλής πλέον στη πέτρινη στρωματσάδα μου απολαμβάνω όσο ποτέ την ακέραια ύπαρξη μου, που αν δεν την θέσεις έστω και για λίγο σε αμφισβήτηση, δεν θα καταλάβεις ποτέ την πραγματική της αξία…
-------- * --------
... πώς να χωρέσει ο νους την ομορφιά του αέρα, εμπόδιο τη βαφτίζει και ας είναι μεταλάβωση. Την έντονη αίσθηση της αφής στο σκοτάδι, τον βραδινό ιδρώτα, τους μαγικούς νυχτερινούς ήχους του φαραγγιού, την νυχτερινή φορεσιά του φαραγγιού, τις μαγικές σκιές που γράφουν οι φακοί μες το σκοτάδι, τις νυχτερινές μυρωδιές, όλα μάχεται ο νους να τα ξεράσει, αλλά δεν το μπορεί, γιατί βαθιά χαράζουν μέσα μας έχουν πιότερη δύναμη. Μέρες μετά κρατά το φτερούγισμα και λαχταράμε και άλλες αγκαλιές με τη φύση, ίσως πιο γλυκές. Το σώμα μας κινείται διαφορετικά, τα χέρια και τα πόδια ακουμπάνε αλλιώς τη γη, έχουν γνωριστεί καλυτέρα και ας μπαίνει εμπόδιο ο νους. Ποτέ εκπτώσεις στην ασφάλεια, αλλά όχι εκπτώσεις και στη ζωή. Στα λόγια εύκολη τούτη η ισορροπία, στη πράξη δύσκολη, θέλει δουλειά και όχι λόγια, εγωισμοί και δηθενιές μαγαρίζουν κάθε στιγμή. Γρήγορα και εύκολα αν μας σπρώχνει ο νους να τα θέμε όλα, φταίμε εμείς που τον γροικάμε. Ζιέται η ζωή και δεν διαβάζεται, μήτε διδάσκεται, δάσκαλοι είμαστε εμείς και θαύμα η ζωή, πάει βήμα βήμα και το επόμενο βήμα ακούει το προηγούμενο. Στα λόγια τόσο εύκολα όλα θεέ μου. Θαρρώ πως πρέπει να καταργηθούν τα λόγια... μαζί και εμείς που μιλούμε πολύ και λίγα κάνουμε.
Στέλιος Μαλεκάκης