«Κάθε μεσάνυχτα, την ώρα που ‘ναι χαμένη στον ύπνο η πολιτεία, ο Άη-Μηνάς κατεβαίνει αθόρυβα από το κόνισμά του, παίρνει σβάρνα τα μουράγια, διαβαίνει στις ρωμέικες γειτονιές, αν έχουν ξεχάσει καμίαν πόρτα ανοιχτή, τη σφαλνάει, αν κανείς χριστιανός είναι άρρωστος κι είναι φωτισμένο το παραθύρι του, στέκεται και παρακαλάει το Θεό να τον γιάνει. Μάτι ανθρώπου δεν έχει τη δύναμη να τον δει, μονάχα τα σκυλιά κουνούν τις ουρές τους, κι από τους ανθρώπους δύο μονάχα σε ολάκερη την πολιτεία: Ο Μπαρμπαγιάννης ετούτος κι η Εφεντίνα Καβαλίνα, ο παρακούζουλος χότζας. Κι άμα τελέψει τη βόλτα του, χαράματα πια, γυρίζει πάλι στο κόνισμά του, και κανένας δε θα καταλάβαινε τι μυστήρια γίνουνται την πάσα νύχτα, αν δεν έβρισκε ο καντηλανάφτης ο Μούρτζουφλος, το πρωί που πάει να συγυρίσει την εκκλησιά, το άλογο του Άη-Μηνά ιδρωμένο. Ο Μπαρμπαγιάννης κοίταζε τον άγιο να αλαργαίνει και να λιώνει μέσα στο σκοτάδι κι έκαμε το σταυρό του.
- Τον είδα πάλι απόψε, μεγάλη η χάρη του, καλά θα πάνε οι δουλειές μου, μουρμούρισε.»
* Απόσπασμα από τον Καπετάν Μιχάλη, του Καζαντζάκη. Στη φωτό: ο Άγιος Μηνάς δεσπόζει πάνω από το Μεγάλο Κάστρο.