Ο τόπος και ο χρόνος. Ένα δίπολο με έντονη παρουσία στην ποίηση σου. Ο «χρόνος» άλλοτε εμφανίζεται ως «φίλος», άλλοτε ως «ουτοπία», άλλοτε «ακίνητος», ενώ ο «τόπος» άλλοτε είναι αφιλόξενος, έρημος, πόνος, άλλοτε «τροφός» και «παραδείσιος». Γενικά ποια η σχέση σου με το χρόνο και πώς βιώνεις τον τόπο. Είσαι άνθρωπος που ριζώνει, που φοβάται την αλλαγή ή αγαπάς τη ρευστότητα;
Το πέρασμα του χρόνου φέρει την εξέλιξη, τη δημιουργία και την ωρίμανση. Την ίδια στιγμή όμως ο χρόνος είναι ένας σκληρός αντίπαλος. Οδηγεί τον άνθρωπο σε ένα τέλος, που αν δεν έχει εξ αρχής οριστεί, μπορεί να λειτουργήσει σαν σκοπός μάταιος. Ο χρόνος είναι απαιτητικός και περιορισμένος. Υπάρχει ένα «πρέπει» μέσα του, σκληρό αρκετά. Αυτό το «πρέπει» είναι όμως η κινητήριός μας δύναμη. Πρέπει να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε στον χρόνο που μας δόθηκε. Ένα χρέος ατομικό και συνάμα πανανθρώπινο. Κι αυτό το χρέος μάς αναγκάζει να ξεφεύγουμε από τα όρια του τόπου μας. Ο τόπος ορίζεται από την τυχαιότητα και τις επιλογές άλλων. Ωστόσο ο τόπος γίνεται τόπος μας όταν συνυφαίνεται με μνήμες. Η αλλαγή, όταν δεν είναι βίαιη, επιτρέπει στον τόπο και τον χρόνο να δράσουν δημιουργικά. Ο τόπος και ο χρόνος γίνονται εύπλαστο υλικό που επιτρέπει την ανάσα ελεύθερη. Κι ανάσα αυτή είναι η ίδια μας η ζωή.
Στα ποιήματα σου πρωταγωνιστεί η «γυναίκα». Στις απεικονίσεις σου είναι συνυφασμένη με τη σάρκα, τη φθορά, τον πόνο, αλλά και την ανάσταση. Ποια είναι αυτή η γυναίκα; Τι αντιπροσωπεύει για σένα;
Στη λέξη «γυναίκα» συγκεράζονται με την ίδια ένταση θεωρίες και πρακτικές. Η «γυναίκα» είναι η γυναίκα όπως βιώνεται στην καθημερινότητα μέσα από τους πολλούς της ρόλους, από όλες τις γυναίκες της γης, των κοινωνικών στρωμάτων και των πολιτικών καταστάσεων. Η «γυναίκα» όμως είναι και η θηλύτητα. Η θηλύτητα είναι μία έννοια ασαφής και θολή, που μοιάζει να πρέπει να επαναδομηθεί στις μέρες μας. Στο μυαλό μου κυριαρχούν εικόνες γυναικών που μεταφέρουν στην πλάτη τους δεμάτια ξύλα. Λυγίζουν από το βάρος και την ευθύνη. Σαν να είναι αυτό το δεμάτι μια επίταση για χαμέρπεια που επιβάλλεται από ένα πρόσωπο ανοίκειο. Μα η «γυναίκα» ακόμα κι αν αναπνέει με δυσκολία, φτάνει το έργο στο πέρας του. Έχει μια επιμονή. Σαν να αναγνωρίζει από ένστικτο την ευθύνη του ρόλου της. Μοιάζει να μην παραιτείται ποτέ. Κι αυτό είναι η θηλύτητα. Μια έννοια καθολική, που καταφέρνει να απεγκλωβιστεί από το φύλο της, να απεξαρτηθεί από το ρόλο της και να αιτηθεί το πανανθρώπινο.
Eίμαι αισιόδοξη από επιλογή. Γιατί αν δεν είμαστε αισιόδοξοι, δεν υπάρχει κανένας λόγος αρκετά ικανός για να αντέχουμε
Χρησιμοποιείς πολύ τα χρώματα, τα έντονα χρώματα. «Πόνος μπλε», κίτρινα δάχτυλα», «λιβάδι πράσινο», «ποτάμι καφέ», «ήλιος κόκκινος και μαύρος». Έχεις φανταστεί ποτέ τα ποιήματα σου σαν πίνακες ζωγραφικής;
Οι λέξεις έχουν δύναμη περιγραφική. Και οι εικόνες ισοδυναμούν, λένε, με χίλιες λέξεις. Ο κύκλος της σύνδεσής τους μού μοιάζει ατέρμονος. Η ποίηση ενέχει εικόνες, στιγμιότυπα, της ίδιας της ζωής. Ακόμα κι αν οι εικόνες απομακρύνονται από αυτό που ορίζουμε ως πραγματικότητα, από αυτό που θα μπορούσαμε να συναντήσουμε τυχαία στο δρόμο, παραμένουν γήινες. Η πρώτη ύλη τους είναι η ίδια μας η ύπαρξη. Τα χρώματα έχουν μία σημειολογία κοινή και αναγνωρίσιμη. Χρησιμοποιούνται για να κάνουν περισσότερο οικείο το ανοίκειο. Περισσότερο αναγνωρίσιμο το παράταιρο.
To τοπίο των ποιημάτων σου μοιάζει βγαλμένο από όνειρο. Οι ίδιες οι λέξεις όνειρο, ύπνος, εφιάλτης επαναλαμβάνονται συνεχώς. Το υποσυνείδητο σου καθοδηγεί την έμπνευση σου; Ή δανείζεσαι την αφηγηματική δύναμη των ονείρων για να εκφράσεις γεγονότα και καταστάσεις του συνειδητού;
Η συγγραφή είναι μια διαδικασία απαιτητική. Χρειάζεται μελέτη και συγκέντρωση. Απαιτεί ηρεμία και καθαρό μυαλό. Η έμπνευση είναι αποτέλεσμα των παραπάνω παραγόντων. Σπάνια έρχεται αυθόρμητα, χωρίς δηλαδή να διεγείρεται από κάποιο ερέθισμα. Ωστόσο, όταν καταφέρνω να δημιουργήσω τις παραπάνω συνθήκες, οι καλύτερες ιδέες, σκέψεις, εικόνες, στίχοι, γεννιούνται την ώρα που κοιμάμαι και απαιτούν την κατάθεσή τους στο χαρτί. Και τότε ξυπνώ σαν να πετάγομαι από εφιάλτη. Αν δεν υποκύψω στις απαιτήσεις αυτής της «έμπνευσης», η μνήμη μου το πρωί θα με έχει ήδη προδώσει!
Oι σύγχρονοί μας ποιητές είναι πολλοί και ζουν ανάμεσά μας. Δυστυχώς είναι πολύ δύσκολο να τους δοθεί το βήμα. Η ποίηση δεν μπορεί να κινείται με όρους αγοράς
Στα ποιήματα σου χτίζεις εικόνες σκοτεινές και δυσοίωνες, σχεδόν πάντα όμως αχνοφαίνεται το φως, η ελπίδα, η δύναμη, με αποκορύφωμα το τελευταίο ποίημα της συλλογής. Είσαι αισιόδοξος άνθρωπος ακόμα και στα πιο βαθιά σκοτάδια σου;
Η αλήθεια είναι ότι είμαι αισιόδοξη από επιλογή. Γιατί αν δεν είμαστε αισιόδοξοι, δεν υπάρχει κανένας λόγος αρκετά ικανός για να αντέχουμε.
«Βουβές των ποιητών οι πένες. Κρίμα». Νιώθεις να σωπαίνουν οι ποιητές στις μέρες μας; Πού και πότε θα ήθελες να ακούσεις τη φωνή τους;
Η ποίηση στην Ελλάδα και έχει μακραίωνη πορεία και τα έχει καταφέρει περίφημα. Στις μέρες μας τα ηχηρά ονόματα φαίνονται λίγα. Έχω την εντύπωση όμως ότι οι σύγχρονοί μας ποιητές είναι πολλοί και ζουν ανάμεσά μας. Δυστυχώς είναι πολύ δύσκολο να τους δοθεί το βήμα. Οι εκδοτικές απαιτήσεις είναι σκληρές. Η ποίηση δεν μπορεί να κινείται με όρους αγοράς.
Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σου σχέδια;
Την περίοδο αυτή δουλεύω την επόμενή μου συλλογή. Θέμα της είναι η ανάδειξη του «εσύ», του «εγώ», και του «μαζί». Όχι σαν έννοιες συμπληρωματικές, ούτε σαν προϋποθέσεις κάποιας συντροφικότητας. Απλώς ένα «εσύ», ένα «εγώ» κι ένα «μαζί» που πορεύονται από επιλογή παρέα. Αλλά κι ένα «εσύ», ένα «εγώ» κι ένα «μαζί» που αγωνιούν για το αύριο.
Μια χούφτα χώμα: Μια σύντομη σπουδή στην ποίηση της Στέλλας Χαιρέτη
της Έλλης Μίσκινα
Το βλέμμα της Στέλλας Χαιρέτη δεν μοιάζει εκ πρώτης όψεως να ακτινοβολεί αισιοδοξία, όμως θα ήταν άστοχο να χαρακτηριστεί απαισιόδοξο ή καταθλιπτικό, καθώς αυτό που κατά βάση εισπράττουμε από την ποίηση της Στέλλας είναι η αγωνία της ολοκλήρωσης, της σύνθεσης των αντιθέτων, της ένωσης των θραυσμάτων μιας ζωής κατακερματισμένης («αποσχισμένο μέλος», «κάθε μέρα μια ακόμη εναγώνια αναζήτηση»). Μια συνεχής υπόμνηση αντιθετικών ζευγών διαπερνά όλα τα ποιήματα χωρίς ποτέ να εξαίρεται η συγκρουσιακή τους σχέση (αν και αυτό δεν σημαίνει πως τη στερούνται κιόλας). Άνδρας και γυναίκα, φως και σκοτάδι, σταύρωση και ανάσταση, ζωή και θάνατος, θνητό και άφθαρτο, οικείο και ξένο, συνυπάρχουν ως μέρη παραπληρωματικά ενός ευρύτερου όλου και ανάγονται το ένα σε προϋπόθεση του άλλου. Όλα αυτά τα στοιχεία, πέρα κι έξω από ιεραρχίες, ποιοτικές διαφοροποιήσεις, αξιολογικές εντάσεις ή οποιοδήποτε ανταγωνισμό μεταξύ τους, συνιστούν τα κομμάτια ενός παζλ που ψάχνουν διακαώς να βρουν τη θέση που τους αρμόζει για να πληρωθεί ο σκοπός της ύπαρξης, άγνωστο ακόμη αν υπάρχει.
Η γυναικεία φιγούρα πανταχού παρούσα, τέμνει εγκάρσια κάθε επιμέρους αναζήτηση, είναι η ίδια η ποιήτρια που ωστόσο κείται πέρα από το φύλο της («άφυλοι»), για να ενσαρκώσει το ανθρώπινο, το ανδρόγυνο σ’ ένα υπαρξιακό αδιέξοδο, κοινή μοίρα όλων των πλασμάτων. Στο σύμπαν της Στέλλας Χαιρέτη, οι άνθρωποι, αν και βασανίζονται όλοι από το ίδιο πυρετό για επαφή και ουσιαστική ώσμωση σπάνια κατορθώνουν να συναντηθούν και να ανοίξουν μια γέφυρα επικοινωνίας που θα τους βοηθήσει να μοιραστούν και άρα να μετριάσουν την αγωνία τους («ξένοι οι άνθρωποι αποστρέφουν το βλέμμα τους»). Δεν βρίσκουν κώδικες, είτε επειδή οι λέξεις απονεκρώθηκαν από την ουσία του περιεχομένου τους («οι λέξεις πέφτουν νεκρές», «στεγνές των ποιητών οι λιμνοθάλασσες»), είτε επειδή αυτό που πρωτίστως επιδιώκουν είναι η επιβίωση, η μη συντριβή και σε ένα δεύτερο χρόνο η πολυπόθητη ολοκλήρωση και η κατάκτηση του όλου ως απώτατος σκοπός της ύπαρξης. Οι άνθρωποι αυτοί ωστόσο, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, τους σκοπέλους της μη συνάντησης και την ανεπάρκεια του λόγου, που κάνουν την αναζήτησή τους να φαντάζει μάταιη, δεν εγκαταλείπουν ποτέ τον αγώνα τους κι επιμένουν ως το τέλος να αρθρώσουν τη λέξη, να συμφιλιώσουν τα αντίθετα και να πάρουν τη θέση τους στο παζλ του κόσμου γύρω τους. Εδώ έγκειται η καλυμμένη αισιοδοξία της ποίησης της Στέλλας, η ελπίδα που κρατάει την ύπαρξη έξω από τη λάσπη, παρόλο που το βάρος της την τραβάει συνεχώς όλο και πιο βαθιά προς αυτήν…