Ο έμπειρος αναγνώστης θα αντιληφθεί από τις πρώτες κιόλας γραμμές ότι το κείμενο δεν στοχεύει να σκανδαλίσει ή να προκαλέσει, αλλά τον καλεί να σαρκάσει, να διακωμωδήσει, να σταθεί με ελαφρότητα και γνήσια αίσθηση του χιούμορ απέναντι στη ζωή, ώστε μέσα από αυτή την καθαρτήρια πτυχή του κωμικού να προσεγγίσει το τραγικό, και ίσως τελικά το απροσπέλαστο νόημα της ίδιας της ύπαρξης.
Ο λόγος μακροπερίοδος, φορτωμένος με επίθετα κι επιρρήματα, με αλλεπάλληλα σχήματα λόγου, σχεδόν έμμετρος σε σημεία, με λεξιλόγιο παρωχημένο (φεγγάρι ολόγιομο, βλέμμα θαλερό, πιότερο φοβούνται, το μερτικό), όσο κι αν ενίοτε ξενίζει ή απέχει μακράν από τη μοντέρνα εκδοχή της λογοτεχνίας, εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο (ιδανικά θα λέγαμε) την αφήγηση αυτού του ανέκδοτου που ο συγγραφέας απευθύνει προς το κοινό, γελώντας ο ίδιος πρώτος από όλους.
Το χτίσιμο της πλοκής γίνεται με χειρουργική ακρίβεια. Η αλληλουχία των γεγονότων παρατίθεται με ένα ρυθμό φυσικό και φτάνει μέχρι την τελική κλιμάκωση ακολουθώντας την εξέλιξη του ήρωα. Ο χαρακτήρας του, σε άμεση αλληλεπίδραση με τις συνθήκες και τα πρόσωπα που τον περιβάλλουν αλλά ταυτόχρονα περιπλανώμενος στα μοναχικά μονοπάτια της προσωπικής του αναζήτησης, διέρχεται ποικίλα στάδια. Άχρωμος στην αρχή, κοινωνός της απροσδόκητης συγκίνησης στη συνέχεια, γίνεται εμμονικός και βίαια αντιδραστικός απέναντι σε ό,τι απειλεί να τον επαναφέρει στην πρωταρχική του κενότητα, για να καταλήξει στην παραφορά, αυτή που αφανίζει και ολοκληρώνει πιστούς και ερωτευμένους. Αυτός ο παραλληλισμός έρωτα και θρησκευτικής πίστης, δυο συναισθηματικών καταστάσεων που πηγάζουν από την ίδια μήτρα, φέρνει στο προσκήνιο την έντονη συνάφειά τους σε βαθμό που δεν ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο, ούτε αναγνωρίζονται στην απόλυτη καθαρότητά τους.
Η μοίρα που ο Μιχάλης Αλμπάτης επεφύλαξε στον ήρωα του είναι προφανέστατα η μοναδική κατάληξη της πορείας ενός βαθύτατα πιστού ή ερωτευμένου ανθρώπου. Μπροστά στην απελπισία του έρωτα που δεν χορταίνεται ή της πίστης που δεν είναι ποτέ αρκετή για να λυτρώσει, μόνη διέξοδος είναι η ένωση με το αντικείμενο της λατρείας, ο εκμηδενισμός εντός του. Είναι ο θάνατος που αναγεννά, το τέλος που σηματοδοτεί την απαρχή, ο φόβος που εκλύει τα μεγαλύτερα αποθέματα θάρρους. Γιατί απλούστατα η αγωνία για το θάνατο και η αγωνία για τη ζωή εναλλάσσονται αέναα σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, συνομιλούν διαλεκτικά και πυροδοτούν την αναζήτηση νοήματος, που βρίσκεται στην καρδιά της πίστης και του έρωτα.
Ο κώλος της Άννας και κάθε μηδαμινός λόγος ύπαρξης αρκεί για να κάνει τον άνθρωπο να αναφλεγεί, να διαρρήξει τα κελύφη της θνητότητάς του και να ενωθεί με την ουσία του προσβλέποντας στην αιωνιότητα. Το βιβλίο δεν γράφτηκε για τον κώλο της Άννας, αλλά εστιάζει πρωτίστως στην ενατένισή του μέσα σε συνθήκες έκστασης, στην αναγωγή του σε αντικείμενο λατρείας, στη ζωοποιό διάσταση της ίδιας της ύπαρξης. Θα μπορούσε να είναι το χέρι ή τα μάτια της Άννας, ένα ποίημα, μια μελωδία, ένα ευτελές χρηστικό αντικείμενο, μια πέτρα ή μια παιδική ζωγραφιά, που το καθένα τους εμπεριέχει τη βαθύτερη ουσία όσων συνέβησαν ή μέλλει να γίνουν σ’ αυτόν που τα κοινωνεί. Ο λόγος που επιλέχτηκε αυτό το απόκρυφο και συνδεδεμένο με ποταπές λειτουργίες μέρος του ανθρωπίνου σώματος ίσως ήταν τυχαίος, ή ίσως ηθελημένος, προκειμένου να γίνει σαφές ότι το νόημα που δίνουμε στα πράγματα δεν επιβεβαιώνει ποτέ την κυρίαρχη για αυτά αντίληψη, αλλά αντίθετα επενδύεται με όρους μη ορθολογικότητας και μετρησιμότητας, και οδηγεί σε κατευθύνσεις που δεν μπορούν να προβλεφθούν εκ των προτέρων. Σ’ αυτή την παράσυρση μας καλεί ο Μιχάλης Αλμπάτης, σ’ αυτή την επώδυνη αλλά πάντα εφικτή διαδικασία, σ’ αυτή την ανείδωτη αλλά εν δυνάμει παρούσα, την καταστροφική αλλά απολύτως απαραίτητη μέθεξη..
Έλλη Μίσκινα
"O κώλος της Άννας", Εκδόσεις Απόπειρα
Ο αγαπημένος, όπως και ο Θεός, είναι ουσιαστικά ένας βωμός όπου αναλίσκεται το απόθεμα του έρωτα μέσα μας. Αυτή η θυσία, η προσφορά, δεν απευθύνεται στο Θεό ή στον εραστή, αυτοί είναι μονάχα η Επίφαση για την τέλεσή της. Η θυσία είναι Αυτοσκοπός.
Ο Αλφόνσο Αλδεβαράν, ένας μεσήλικας, καθ’ όλα αξιοπρεπής άνδρας, ανύπανδρος, υπάλληλος για τριάντα συναπτά έτη στο Υπουργείο Οικονομικών, αναπτύσσει, εν μια νυκτί, μια ανεξήγητη, ασυγκράτητη, θρησκευτικής φύσεως λατρεία για τα οπίσθια της νεαρής υπηρέτριάς του, της Άννας.
Ποια ήταν όμως η ιδιαίτερη σημασία, η σκοτεινή αλήθεια που ανακάλυψε εκεί; Γιατί ο κώλος της Άννας κατόρθωσε να αφυπνίσει την ψυχή του απ’ τον λήθαργό της και με μια αχτίδα αγαλλίασης να τη φωτίσει; Αυτό ήταν ένα ερώτημα στο οποίο δεν κατάφερε καμιά ικανοποιητική απάντηση να δώσει, όμως η αδυναμία του αυτή δεν ήταν παράλογη αλλά επιβεβλημένη, καθώς κάθε αντικείμενο λατρείας εσωκλείει ένα μυστήριο πάνω στο οποίο βασίζεται το αίσθημα αφοσίωσης που εμπνέει και χωρίς το οποίο θα ήταν αδύνατον να υπάρξει και να νοηθεί σαν τέτοιο· πρόκειται για ένα μυστήριο που δεν επιζητάει να λυθεί αλλά να παραμείνει ως έχει και που αντανακλά κάτι από τον γρίφο του ίδιου του λάτρη.
(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Λίγα λόγια από τον συγγραφέα, κατά την παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στις 17 Μαΐου στη Στοά (Mixtape, Μαύρος Κάτης)
Λίγα λόγια σε σχέση με τον τίτλο -που έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις. Θέλω να πω ότι δεν τον επέλεξα για να προκαλέσω θόρυβο γύρω απ’ το βιβλίο, δεν είναι μέρος μιας τακτικής μάρκετινγκ, ίσα-ίσα ξέρω ότι θα αποθαρρύνει πολλούς αναγνώστες οι οποίοι θα θεωρήσουν, λανθασμένα κατά τη γνώμη μου, πως είναι αδύνατον ένα βιβλίο με τέτοιο τίτλο και τέτοιο θέμα να είναι καλογραμμένο ή να έχει κάτι ουσιαστικό να πει. Απ’ την άλλη ίσως εκλύσει κάποιους άλλους, επίσης για λάθος λόγους, δίνοντάς τους ίσως την εντύπωση ότι πρόκειται για ερωτογράφημα ή φαρσοκωμωδία.
Με προβλημάτισαν πολύ όλες αυτές οι πιθανότητες αλλά τελικά αποφάσισα ν' αφήσω τον τίτλο ως έχει γιατί το βιβλίο μιλάει για τον Κώλο της Άννας και οποιοσδήποτε άλλος τίτλος δεν θα ήταν παρά υπεκφυγή, μια υποχώρηση απέναντι σ’ έναν καθωσπρεπισμό για τον οποίο δεν τρέφω καμία εκτίμηση, γιατί δεν μπορώ να δεχθώ ότι είναι δυνατόν να είναι πρόστυχο ή χυδαίο οποιοδήποτε μέρος του ανθρώπινου σώματος. Πρόστυχοι είναι οι άνθρωποι και ο τρόπος που σκέφτονται, όχι τα σώματα, τα σώματα είναι αθώα, ακόμα κι όταν μας κολάζουν…
Υπάρχει όμως κι άλλος ένας λόγος που ο τίτλος έπρεπε να μείνει ως έχει, γιατί ουσιαστικά προϋπήρξε του βιβλίου. Κατά κάποιο τρόπο μου επιβλήθηκε όταν πολλά χρόνια πριν διάβασα για πρώτη φορά το "Μουνάκι της Ειρήνης" του Λουΐ Αραγκόν, που με γοήτευσε βαθιά τόσο με το θέμα του, τον γυναικείο ερωτισμό δίχως χαλινό και προσποίηση, όσο και με την ομορφιά, την απλότητα και την αμεσότητα του τίτλου του.
Από τότε ήξερα ότι ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που να ονομάζεται ο Κώλος της Άννας, δεν γνώριζα όμως τίποτε άλλο γι’ αυτό, ούτε ποια θα ήταν η Άννα ούτε κάτω από ποιο πρίσμα θα προσέγγιζα το θέμα μου. Τελικά η υπόθεση, οι χαρακτήρες, οι πλοκή, αναδύθηκαν μερικά χρόνια αργότερα, όταν άρχισε να με απασχολεί το λατρευτικό φαινόμενο και ξεκίνησα να διαβάζω τα ιερά κείμενα διαφόρων θρησκειών.
Έτσι γεννήθηκε η ιδέα αυτής της παράδοξης λατρείας, όμως, ενώ σαρκάζω τις αγκυλώσεις των δογμάτων και την υποκρισία του κλήρου, δεν έχω καμιά πρόθεση να υποβαθμίσω το αίσθημα του ιερού, που είναι ένα απ’ τα πιο μύχια χαρακτηριστικά του ανθρώπινου πνεύματος. Κι αν συσχέτισα το αίσθημα αυτό με τα υπέροχα οπίσθια της Άννας το έκανα και σαν μια μικρή διαμαρτυρία απέναντι στον αιώνιο διαχωρισμό Ύλης και Πνεύματος, Ψυχής και Σάρκας.
Μιχάλης Αλμπάτης - Βιογραφικό
Ο Μιχάλης Αλμπάτης γεννήθηκε το 1973 στο Ζαρό, στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Από τα δεκαοχτώ του ζει στο Ηράκλειο, όπου, κατά τη νεότητά του, διέπρεψε στους κύκλους των οδοιπόρων της απώλειας και της αριστοκρατίας των αφανών. Το διήγημά του «Ο άνδρας που έκλαιγε» έχει συμπεριληφθεί στη συλλογή «Παράξενες Μέρες στο Ηράκλειο», Εκδόσεις Παράξενες Μέρες.