Ο Στέλιος του “Ντουνιά” ζει και εργάζεται στην Δρακώνα Κεραμειών, εκεί στα 600 μ. υψόμετρο, σε μια πλαγιά στα Λευκά Όρη. Σκέφτομαι πως αν υπήρχαν δράκοι, θα έμεναν εκεί.
Μπαίνοντας στο μαγαζί, βρίσκουμε τον Στέλιο με τον δίσκο ανά χείρας. Μας δείχνει βιαστικά ένα άδειο τραπέζι δίπλα στην σόμπα. Χειμώνας έξω και βρέχει ακατάπαυστα. Η Άλεξ όντας από την Αθήνα, έχει ενθουσιαστεί με το φολκλόρ της φάσης. “Τι είναι οι ασκολύμπροι; Τι είναι το μπουρέκι; Στην Αθήνα είχα πάει σε ένα κρητικό αλλά δεν είχε τέτοια”, λέει και αμέσως γελά και η ίδια συνειδητοποιώντας τον τρόπο που ακούστηκε.
Ο Στέλιος έρχεται χαμογελαστός με ένα μπλοκάκι στο χέρι. “Ένα, κρασί” του λέω. “Ρωμέικο μόνο”, λέει κοφτά. “Τέλεια” απαντάω. Μας απαριθμεί ένα σωρό παραδοσιακές νοστιμιές και ενδίδουμε στις περισσότερες μετά τη λεπτομερέστατη περιγραφή τους. Εκείνη την στιγμή η Άλεξ λέει με την σιγουριά του πολύ πεινασμένου: "Εγώ θέλω και μια χωριάτικη!" Ξαφνικά το πρόσωπο του Στέλιου συνοφρυώνεται και με απότομο τρόπο τείνοντας το χέρι του στην κατεύθυνση της, την ρωτά:
“Ξέρεις να βγαίνουν ντομάτες τον χειμώνα;”
Η Άλεξ παγώνει μη περιμένοντας τέτοια αντίδραση από τον καλοσυνάτο φολκλόρ Στέλιο. Μια στιγμή ησυχίας, κοιταζόμαστε και σκάμε όλοι στα γέλια. Και ο Στέλιος. “Πάω να φέρω το κρασί” λέει και φεύγει με το παράξενο χοροπηδητό περπάτημα του.
Κείμενο: Βασίλης Χαριτάκης
Φωτό: Αντρέας Μπροκαλάκης