Ο Χένρι Μίλερ ήρθε στην Ελλάδα το 1939 από το Παρίσι όπου ζούσε, παρά τους κακούς οιωνούς για τον επικείμενο Β’ΠΠ. Έμεινε για πολλούς μήνες, γνώρισε σημαντικές προσωπικότητες της ελληνικής διανόησης της εποχής (Σεφέρη, Τσάτσο, Κατσίμπαλη, Χατζηκυριάκο Γκίκα), ταξίδεψε σε διάφορα μέρη και ανακάλυψε μια Ελλάδα γεμάτη «φως και φτώχεια». Μαγεμένος από την ιδέα να βρεθεί στο παλάτι του Μίνωα στην Κνωσό, έρχεται και στην Κρήτη. Οι αναμνήσεις του από τα ταξίδια του στην Ελλάδα καταγράφηκαν στον «Κολοσσό του Μαρουσιού» που εκδόθηκε το 1941 (στην Ελλάδα πολύ αργότερα, το 1965), από όπου διαλέξαμε κάποια απολαυστικά αποσπάσματα από τις εντυπώσεις του συγγραφέα από την Κρήτη.
Ο Χένρι Μίλερ στα σοκάκια του Ηρακλείου
«Προσγειωθήκαμε στο Ηράκλειο, μια από τις κύριες πόλεις της Κρήτης. Ο κεντρικός δρόμος λες και είναι παρμένος από ταινία γουέστερν τρίτης ποιότητας. Βρήκα γρήγορα ένα δωμάτιο σε ένα από τα δυο ξενοδοχεία και ξεκίνησα να βρω εστιατόριο. Ένας χωροφύλακας που ρώτησα με πήρε από το χέρι και με συνόδευσε εξυπηρετικότατα ως ένα καλό εστιατόριο κοντά στο δημοτικό συντριβάνι.»
«Σηκώθηκα να κάνω μια βόλτα την πόλη. Λίγο παρακάτω, σ’ένα παλιό τζαμί ένας κινηματογράφος είχε ρεκλάμες για τον Χονδρό και Λιγνό (..) Νομίζω τον κινηματογράφο τον έλεγαν «Ο Μινωικός» (ενν. τη Βασιλική του Αγ. Μάρκου που λειτούργησε ως κινηματογράφος Μινώα από το 1930 ως το 1956).
Αναρωτήθηκα αν θα έβρισκα σινεμα και στην Κνωσό που ίσως να διαφήμιζε τους αδερφούς Μαρξ. Το Ηράκλειο είναι μια φτωχή πόλη που φέρει ακόμα όλα τα σημάδια της τούρκικης κυριαρχίας. Οι κεντρικοί δρόμοι είναι γεμάτοι υπαίθρια μαγαζιά, όπου το κάθε τι που μπορεί να χρειαστεί κανείς φτιάχνεται με τα χέρια, όπως στο Μεσαίωνα. Οι Κρητικοί έρχονται απ’τα χωριά στολισμένοι μ’ όμορφα μαύρα ρούχα και κομψές ψηλές μπότες, από άσπρο ή κόκκινο δέρμα. Μετά τους Ινδούς και τους Βέρβερους είναι οι πιο ωραίοι, ευγενικοί κι αξιοπρεπείς άντρες που έχω δει ποτέ μου».
«Περπάτησα προς την άκρη της πόλης όπου, όπως συμβαίνει πάντα στα Βαλκάνια, τα πάντα τελειώνουν απότομα, λες κι ο μονάρχης που είχε σχεδιάσει αυτό το παράξενο δημιούργημα τρελάθηκε ξαφνικά, αφήνοντας τη μεγάλη πύλη να κρέμεται από ένα μόνο μεντεσέ (..) Γύρισα πίσω και τράβηξα να βυθιστώ στο λαβύρινθο των στενοσόκακων, στην περιοχή όπου έχουν τα σπίτια τους οι Ηράκλειώτες, περιοχή που, αν και εξ ολοκλήρου ελληνική, έχει την ατμοσφαιρική ποιότητα αγγλικού φυλάκιου στις δυτικές Ινδίες (..) Περιπλανιόμουν σαν σε παραζάλη σταματώντας εδώ κι εκεί ν’ακούσω κάποιο ραγισμένο δίσκο από το χωνί ενός φωνογράφου που έστεκε ακουμπισμένος σε καρέκλα, καταμεσίς του δρόμου (..) »
Ο κάθε πόντος του Ηράκλειου προσφέρεται για ζωγραφική. Είναι μια πόλη σε σύγχυση, εφιαλτική, ολότελα ανώμαλη, ολότελα ετερογενής, ένας τόπος ονείρου που αιωρείται στο κενό ανάμεσα Ευρώπης και Αφρικής, ένας τόπος γεμάτος έντονες μυρωδιές από δέρματα, σπόρους, άσφαλτο και τροπικά φρούτα
Στο θρόνο του Μίνωα, στην Κνωσό
«Το επόμενο πρωί πήρα το λεωφορείο για την Κνωσό. Έπρεπε να περπατήσω κάπου δυο χιλιόμετρα από το σημείο που θα μ’άφηνε το λεωφορείο ως τα ερείπια. Ήμουν τόσο χαρούμενος που μου φαινόταν πως πετώ. Επιτέλους τ’ όνειρο μου θα γινόταν πραγματικότητα. Και πάλι εδώ, όπως και στις Μυκήνες, ένιωσα κάτι να με τραβά προς τα ερείπια (..)
Η Κνωσός, σε κάθε όψη της, σου υποβάλλει την αίγλη, την ισορροπία και τον πλούτο ενός δυνατού και ειρηνικού λαού. Είναι ένας κόσμος χαρούμενος, υγιής, εύρωστος. (..) Κατά πολλούς τρόπους είναι ένας κόσμος πολύ κοντινότερος στο πνεύμα της σύγχρονης εποχής από άλλες κατοπινές εποχές του ελληνιστικού κόσμου. Νιώθει κανείς την επίδραση της Αιγύπτου, την ανθρώπινη αμεσότητα του ετρουσκικού κόσμου, το σοφό, κοινοτικό, οργανωτικό πνεύμα των Ίνκας. Δεν υποκρίνομαι πως ξέρω, μα νιώθω, όπως σπάνια έχω νιώσει μπρος στα ερείπια κάποιου κόσμου, ότι επί αιώνες ολόκληρους βασίλευε εδώ η ειρήνη (..)»
«Σαν κάθισα στον θρόνο του βασιλιά Μίνωα ένιωσα πλησιέστερος προς τον Μοντεζούμα παρά στον Όμηρο ή τον Πραξιτέλη ή τον Καίσαρα ή τον Ντάντε. Κοιτώντας τη μινωική γραφή μου ήρθαν στο νου οι επιγραφές των Μάγια που είχα δει κάποτε (..) Η Κνωσός, είναι σαν τη στεφάνη του τροχού . Η στεφάνη ήταν η μεγάλη ανακάλυψη. Από τότε οι άνθρωποι χάθηκαν στο λαβύρινθο, σ’ ένα λαβύρινθο μικροεφευρέσεων που απλώς υποβοηθούν το μέγα και κύριο γεγονός της ίδιας εξέλιξης.»
Η επίσκεψη στη Φαιστό
«Αύριο θα πάω στη Φαιστό, μονολόγησα, καθώς έψαχνα να βρω το δρόμο μου στα μπερδεμένα σοκάκια. Έπρεπε να'χω στο νου μου πως βρισκόμουν στην Κρήτη, μια Κρήτη διαφορετική απ' αυτό που είχα μόνος μου φανταστεί (..)»
«Περάσαμε σαν βολίδα απ’ την πύλη και χαθήκαμε σε σύννεφο σκόνης, σκορπώντας δεξιά κι αριστερά κότες, γάτες σκύλους, γαλοπούλες, γυμνά παιδιά κι ασπρομάλληδες γυρολόγους (..) Χωρίς να το καταλάβω σε λίγο περάσαμε απ’ αυτή την άγονη και γυμνή περιοχή σε μια εύφορη, σπαρμένη με πολύχρωμα φυτά. Μου θύμισε εκείνο το ίδιο γαλήνιο και σταθερό χαμόγελο που σου χαρίζει ο αμερικάνικος νότος καθώς διασχίζεις την πολιτεία της Βιρτζίνια (…) Κατεβήκαμε την απότομη βουνοπλαγιά και περάσαμε σε μια απέραντη πεδιάδα. Πιο ψηλά η γη είναι σκεπασμένη με θάμνους που μοιάζουν με τα γαλάζια αγκάθια του σκαντζόχοιρου. (…)»
«Βγαίνω από το αυτοκίνητο και περπατώ σε μια λιμνούλα λάσπη για να δω από κοντά τα ερείπια της Γορτυνίας. Ακολουθώ τα γράμματα στον τοίχο. Μιλούν για νόμους που κανείς δεν υπακούει πια. Οι μόνοι νόμοι που κρατούν είναι οι άγραφοι. Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο καμωμένο για να παραβαίνει τους νόμους. Δειλό ζώο ωστόσο.
Καταμεσήμερο. Θέλω να φάω στη Φαιστό κι έτσι συνεχίζουμε (…) Τ’ αυτοκίνητο γλίστρησε πάνω στ’ αχνάρια ζαρκαδιών και κάποια στιγμή σταματά στην άκρη ενός άγριου πάρκου. «Εκεί πάνω» λέει ο οδηγός δείχνοντας έναν απότομο βράχο – «Φαιστός». Είχε πει τη μαγική λέξη. (..)
Ήταν μια από τις σπάνιες φορές στη ζωή μου που είχα έντονη τη συνείδηση πως βρίσκομαι στα πρόθυρα μιας μεγάλης εμπειρίας. Και δεν το ήξερα μόνο, αλλά ήμουν κι ευγνώμων που ήμουν ζωντανός (..) Είχα μια ακόμη επίμονη εντύπωση, πως η Φαιστός ήταν το πιο θηλυκό κάστρο του Μίνωα. Ο ιστορικός θα χαμογελάσει εδώ, εκείνος ξέρει καλύτερα.
Ωστόσο εκείνη τη στιγμή και για όλες τις επόμενες, η Φαιστός έγινε για μένα η κατοικία των βασιλισσών, χωρίς λογική
«(..) Κατεβήκαμε τα πλατιά σκαλοπάτια του ισοπεδωμένου παλατιού κι άρχισα να κοιτάω δεξιά κι αριστερά αυτόματα. Δεν είχα την παραμικρή επιθυμία να τριγυρνώ θαυμάζοντας αγγεία, υδρίες, παιχνίδια, αφιερώματα και τα παρόμοια. Κάτω απλωνόταν η πεδιάδα της Μεσαράς σαν ατέλειωτο μαγικό χαλί, ζωσμένο απ’ τη μεγαλοπρεπή αλυσίδα των βουνών. Απ’ αυτό το υπέροχο γαλήνιο ύψος έμοιαζαν όλα με τον Κήπο της Εδέμ (…)
Η Φαιστός συμπεριλαμβάνει όλα τα στοιχεία της καρδιάς. Είναι θηλυκιά απ’ άκρη σ΄άκρη»
Για την Κρήτη
«Πριν μπαρκάρω για την Κρήτη, τη φανταζόμουν σαν την Περσία και την Αραβία, ή σαν κάτι το ακόμα μακρινότερο. Η Κρήτη είναι ένα ορμητήριο. Άλλοτε ήταν ένα κέντρο σταθερό, ζωτικό και γόνιμο, ομφαλός του κόσμου, μα σήμερα μοιάζει με νεκρό κρατήρα ηφαιστείου(..)»
«Η Κρήτη είναι ένα λίκνο, ένα όργανο, ένα δοκιμαστήριο που μέσα του συντελείται ένα ηφαιστειώδες πείραμα. Η Κρήτη μπορεί να επιβάλει τη σιωπή στο πνεύμα, να ηρεμήσει τον αναβρασμό της σκέψης. (..) Είχα αφήσει να σταθεί η σκέψη μου στην Κνωσό , χωρίς να λογαριάζω το υπόλοιπο νησί. Πέρα απ’ την Κνωσό δεν έβλεπα παρά μια πελώρια αυστραλιανή έρημο»
***
Ο Χένρι Μίλερ έφυγε από την Κρήτη και στη συνέχεια από την Ελλάδα μετά από πιέσεις της Αμερικανικής Πρεσβείας προς τους αμερικανούς υπηκόους λόγω του πολέμου που είχε ήδη αρχίσει. Όπως περιγράφει άλλωστε στο ίδιο βιβλίο, κατά το ταξίδι της επιστροφής από την Κρήτη με το πλοίο της γραμμής:
«Τον πόλεμο τον είχα ολότελα ξεχάσει. Μα φρόντισε να μας τον θυμίσει το ραδιόφωνο – την ώρα του φαγητού. Πάντα βρίσκεις τόση ακριβώς πρόοδο και τεχνολογία όση αρκεί για να σου γεμίσει το κεφάλι με καινούριες εικόνες φρίκης»
Ευτυχώς δεν πρόλαβε να δει αυτή την εικόνα από το βομβαρδισμένο Ηράκλειο...