Κρεμασμένος σε ένα τόσο δα σχοινάκι, σα ρώγα σε τσαμπί σταφυλιού, έχω κιόλας μουδιάσει από την ακινησία. Μα που πήγα και έμπλεξα πάλι ο γρόθος… Μ’ετρωγε να σκαρφαλώσω μια μεγάλη κλασσική στον Γκίγκιλο πάνω από τη Σαμαριά, νομίζοντας ότι τώρα τον Οκτώβρη είναι καλοκαίρι και ο «τοίχος» είναι για παιδάκια.. Σχεδόν ήξερα ότι θα φάω τα μούτρα μου, όμως χώθηκα και μάλιστα καθυστερημένα.
Το φιάσκο από το πρωί φαινόταν. Τα σχοινιά μας μπέρδεψαν στα πρώτα κιόλας μέτρα, τα αναρριχητικά παπούτσια με στένευαν και τα έβγαζα σε κάθε «πατάρι», ενώ ακόμα σιχτιρίζω που άφησα αυτό το λαχταριστό κέικ στο πίσω κάθισμα του αυτοκίνητο ώστε να είμαι fast and light.
Παρόλα αυτά σκαρφαλώσαμε δυνατά με γενναίες κινήσεις και αυτοπεποίθηση. Δεν μου πέρασε ούτε μια στιγμή από το μυαλό ότι πάμε για μεγάλο φιάσκο, όχι ότι μου περνάει και ποτέ…
Μετά τα 400 μέτρα σκαρφαλώματος μπήκαμε για τα καλά στα βαθιά, ή μάλλον, στα απολύτως κάθετα. Ίχνος ασφάλειας, αλλά ούτε και σημάδι ότι κάποιος έχει περάσει ποτέ ξανά από εδώ. Πλέον δεν έχει επιστροφή και είναι βέβαιο ότι έχω κάνει τη βλακεία μου και πάω εκτός διαδρομής. Ο βράχος απόλυτα λείος και χωρίς καμία σχισμή. Δεν μπορώ να σφηνώσω ασφάλεια πουθενά και ακόμα και τσιμπιδάκι για τα μαλλιά να είχα, δεν θα μπορούσα να το βάλω για να ασφαλιστώ. Σκαρφαλώνω με απόλυτη συγκέντρωση και ευλάβεια μην κάνω το παραμικρό λάθος γιατί αν πέσω, στην καλύτερη περίπτωση θα βρεθώ πάνω στο κεφάλι του σχοινοσύντροφου μου, και στην χειρότερη κρεμασμένος ανάποδα στην άλλη άκρη του σχοινιού, 60 μέτρα παρακάτω με καμιά τριανταριά κόκκαλα σπασμένα…
Πάνω που δεν έχω άλλα αποθέματα ηρωισμού για να σκαρφαλώνω χωρίς ασφάλεια 500 μέτρα από το έδαφος, εκεί όπου ανέμελα οι ορδές τουριστών χαζεύουν τις ομορφιές της Σαμαριάς, βρίσκω επιτέλους μια σχισμή. Λες και βρήκα άγκυρα πλοίου! Τόση ασφάλεια ένιωσα, αλλά ως γνωστό αν είναι να πάει κάτι στραβά θα πάει όσο πιο στραβά γίνεται. Διαλέγω το καλύτερο και πιο ίσιο καρφί που έχω και πιάνοντας το σφυρί για να το χτυπήσω, επέρχεται διπλή καταστροφή. Τα ξυλιασμένα χέρια μου δεν αισθάνονται καλά και το σφυρί μου φεύγει από τα χέρια…Φυσικά και δεν το έχω δεμένο στην άλλη άκρη του, οπότε το βλέπω κοκαλωμένος να τα βρίσκει περίφημα με τον νόμο της βαρύτητας και να επιταχύνει στο κενό σαν τρελό. Πριν καν προλάβω να φωνάξω στο Στέφανο που είναι 30 μέτρα πιο κάτω να προσέξει, ακούω αυτό το φρικιαστικό θόρυβο της επαφής του κράνους με το ιπτάμενο σφυρί… Δε φτάνει που μου έπεσε και πρέπει να συνεχίσω χωρίς ασφάλεια, έπεσε και στο κεφάλι του σχοινοσύντροφου μου και ευτυχώς είναι (ακόμα) καλά.
Φτάνω λίγο παραπάνω χαροπαλεύοντας και επιτέλους περνάω έναν ιμάντα στην τρύπα ενός βράχου: ήταν σαν να έπινα καφέ με τον διευθυντή της Interamerican κλείνοντας την πόρτα στα μούτρα του Χάρου!
Έχει σχεδόν βραδιάσει και η κορυφή μοιάζει πολλές ώρες μακριά, οπότε ξεχνάμε την περίπτωση ότι θα βγούμε επάνω. Φτάνει και ο Στέφανος με μια τρύπα στο κράνος από τη “ιπτάμενη” σφυριά που έφαγε και αρχίζουμε να σχεδιάζουμε το πώς θα περάσουμε το υπέροχο αυτό βράδυ. Προμήθειες έχουμε άφθονες. Μισή σοκολάτα που την μοιράζουμε και παίρνει ο καθένας τρία πλακάκια, και μερικές γουλιές νερό. Τα πόδια μου έχουν κιόλας τσιμεντώσει και δεν φτάνει αυτό, ο Στέφανος είναι σχεδόν 10 μέτρα μακριά γιατί δεν χωράγαμε και οι δύο στην ίδια ασφάλεια. Η επικοινωνία είναι άκαρπη πλέον και με τον αέρα που φυσάει είναι σαν χαλασμένο τηλέφωνο. Βυθίζομαι όσο βαθύτερα γίνεται μέσα στο κοντομάνικο μπλουζάκι και αναθεματίζω ξανά για το λεπτό μπουφανάκι που πάλι δεν πήρα.
Έχει νυχτώσει για τα καλά και τα πόδια μου έχουν γίνει παγωτά ξυλάκια, ενώ το τρέμουλο υποδηλώνει ότι η υποθερμία δεν αργεί. Περνάω «καταπληκτικά» μέσα στη μιζέρια και για άλλη μια φορά αναρωτιέμαι γιατί το κάνω αυτό στον εαυτό μου. Οι (λιγοστοί) φυσιολογικοί φίλοι μου πίνουν μπύρες σε κάνα καφενέ με μεζέδες, κι εγώ πάλι γκρινιάζω κρεμασμένος στα βράχια πεινασμένος, παγωμένος, δεμένος σε έναν ιμάντα και χωρίς να είναι σίγουρο ότι αύριο θα βγω στην κορυφή ζωντανός… Γιατί το κάνω αυτό;
Αρχίζουν οι φιλοσοφίες να τριγυρίζουν στο παγωμένο εγκέφαλο μου και αναλογίζομαι τα δύο βασικά ένστικτα που έχουμε σαν ανθρώπινα όντα. Επιβίωση και αναπαραγωγή. Για την αναπαραγωγή θα μιλήσουμε άλλη ώρα (με τέτοιο κρύο ούτε σκέψη δεν περνάει) όμως η επιβίωση σήμερα είναι σχετικά δεδομένη. Δεν σε κυνηγάνε λιοντάρια στο δρόμο, ούτε ιθαγενείς να σε ψήσουν στο καζάνι. Το ότι είσαι ζωντανός καθημερινά αρχίζει να είναι δεδομένο, ίσως και βαρετό... και δεν έχει πολλή πλάκα αυτό. Ο κίνδυνος είναι ένας τρόπος να επιβεβαιώσουμε την ύπαρξη μας, να νιώσουμε ζωντανοί αλλά και να αμφισβητήσουμε την σιγουριά της βέβαιης ζωής. Δεν λέω, ωραία να είσαι ζωντανός και αρτιμελής, αλλά αν αυτό αμφισβητηθεί έστω και από δική σου επιλογή, γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον. Σαν να κοροϊδεύεις και να παίζεις ένα παιχνίδι με το χάρο. Όχι, νομίζω δεν είμαι παρανοϊκός ούτε αυτοκτονικός. Λατρεύω τη ζωή και εκτιμώ κάθε δευτερόλεπτο της, όμως υπάρχει και η ικανοποίηση του να είσαι ζωντανός και αρτιμελής μετά από κάθε χαροπάλεμα.. Είναι ένα μέσο ανακάλυψης των ορίων που συνεχώς μεταφέρονται όλο και πιο πάνω, σε ένα παιχνίδι που ποτέ δεν θα μάθουμε το τέλος του. Δεν χρειάζεται άλλωστε να μάθουμε και να εξηγούμε τα πάντα, γιατί αποκλείουμε την μάθηση και δολοφονούμε την έκπληξη…
Πάνω στην ώρα θα φάω απολαυστικά το τελευταίο κομμάτι σοκολάτα για να βεβαιωθώ ότι τελικά, ακόμα και έτσι, δεν είναι άσχημα…