Ψάχνοντας σε παλιά αποκόμματα εφημερίδων στο πολύτιμο αρχείο της Βικελαίας βρήκαμε πολλές αφηγήσεις με ευτράπελα σκηνικά, σάτιρες, γλέντια και χορούς που όλα αποτυπώνουν την κοινωνία του Κάστρου – και μετέπειτα Ηρακλείου – αλλά και την ιστορία του: ενδεικτικά, τα καρναβάλια σταμάτησαν μόνο στα δύσκολα, σκοτεινά χρόνια της Τουρκοκρατίας και αργότερα στον πόλεμο και την κατοχή. Κι όπως συμβαίνει με όλα αυτά τα ρετρό αφιερώματα, αν και δεν τις ζήσαμε, αναπολούμε τις εποχές των «μασκαράτων» στην Πλατιά Στράτα, τις Τρεις Καμάρες με ένα παχύ στρώμα κομφετί και σερπαντίνας, αλλά και την εφευρετικότητα και το χιούμορ των πρώτων καρναβαλιών του 20ου αιώνα.
Στα χρόνια των Ενετών: ο «Φορτουνάτος» και οι νερατζοπόλεμοι
Το Καρναβάλι στην ενετική Candia, είχε έντονο άρωμα Βενετίας: νερατζοπόλεμοι, κονταροχτυπήματα (πολύ δημοφιλή εκείνη την εποχή!), μάσκες, όργανα και μουσικές. Αυτά θυμάται ο Joanes (Ιωάννης) Παπαδόπουλος, κρητικός πρόσφυγας στη Βενετία μετά την άλωση του Κάστρου από τους Τούρκους.
Το πιο ιδιαίτερο όμως έθιμο είναι οι αποκριάτικες θεατρικές παραστάσεις. Υπολογίζεται ότι μόνο το πρώτο μισό του 17ου αιώνα γράφτηκαν περίπου 50 κωμωδίες στο Μεγάλο Κάστρο. Αν σκεφτεί κανείς ότι και στα χρόνια της πολιορκίας από τους Τούρκους, παρά τη δύσκολη καθημερινότητα (πείνα και ανέχεια, ακόμα και για τους άρχοντες), δεν σταμάτησαν οι θεατρικές παραστάσεις κωμωδιών στη διάρκεια του Καρναβαλιού σε πλατείες και αρχοντικά, τότε καταλαβαίνει τι αξία είχε για τους Καστρινούς το καρναβάλι. Στα χρόνια της πολιορκίας εξάλλου γράφτηκε και ο διάσημος «Φορτουνάτος» από τον ευγενή Μάρκο Αντώνιο Φώσκολο (1655).
Τουρκοκρατία: από τις κρητικές χανούμ ως το πρώτο δημόσιο καρναβάλι
Μετά την άλωση του Μεγάλου Κάστρου από τους Τούρκους, όλες οι δημόσιες εκδηλώσεις των χριστιανών σταμάτησαν. Οι αποκριάτικες γιορτές γίνονταν μόνο σε σπίτια, αφού ήταν επικίνδυνο για τους μασκαράδες να εμφανιστούν δημόσια. Τότε της «μόδας» ήταν να ντύνονται οι άντρες με φέσια, σαλβάρια και πρόσθετες «μουστάκιες», ή να βάφουν μαύρο το πρόσωπο τους και να παριστάνουν τους «αράπηδες» και οι γυναίκες να δανείζονται από τις τουρκάλες τις μιλάγιες τους για να ντυθούν χανούμισσες. Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι κρυφά, με φόβο μην τους πιάσουν οι Τούρκοι.
Όμως προς τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας που η ισχύς των κατακτητών είχε μειωθεί, άρχισαν δειλά δειλά και οι δημόσιες εμφανίσεις των μασκαράδων, μέχρι να φτάσουμε στο 1883 (1884 σύμφωνα με άλλη πηγή) που έγινε το πρώτο «δημόσιο καρναβάλι». Η Κρήτη ήταν ήδη σε καθεστώς ημιαυτονομίας και είχε πολλά προνόμια από την Πύλη. Οι Καστρινοί έχοντας πάρει θάρρος θέλησαν εξωστρέφεια, με δημόσιες πομπές και γλέντια – δεν αρκούνταν πια στο «από σπίτι σε σπίτι».
Η πομπή του καρναβαλιού ξεκίνησε πίσω από το μικρό ναό του Αγίου Μηνά (πλ. Αγίας Αικατερίνης σήμερα) και συνέχισε την παρέλαση στην Πλατιά Στράτα (Καλοκαιρινού), το μόνο δρόμο όπου γίνονταν δημόσια θρησκευτικές εκδηλώσεις των χριστιανών. Στην αρχή της πομπής ήταν ο «Σκάχτρης» (ξυλοπόδαρος), δίπλα του προχωρούσαν οι «πατσούροι» που φορούσαν μουτσούνες από προβιές και κρατούσαν βούκινα και χοντρές αλυσίδες για να προστατευτούν από (ή μήπως να εκφοβίσουν;) τους Τούρκους, ακολουθούσε το γαϊτανάκι και η διάσημη μπάντα της εποχής: «Τα Καλά Παιχνίδια του Μεγάλου Κάστρου».
Ο Νίκος Καζαντζάκης περιγράφει σκηνικό από το καρναβάλι του 1908 στον "Καπετάν Μιχάλη": «Ο σερσέμης ο Τίτυρος τον είχε πάρει στο λαιμό του. Τον έβαλε να παραστήσει τις Απόκριες, δεν ξέρω ποιον, εξαποδώ, αρχαίον ήρωα. Κι έκανε κρύο διαολεμένο, πούντιασε ο κακομοίρης ο Θωμάς και σε τρεις μέρες κακάρωσε…»
Στο πλήθος επικράτησε «πανζουρλισμός». Όχι για όλους: Οι μαρτυρίες λένε ότι οι Τουρκοκρητικοί είχαν «λυσσάξει» γιατί οι χριστιανοί καρναβαλιστές ήταν προφανώς προκλητικοί. Κάπως έτσι ο Κιουρδ Εσάτ Πασάς ακούγοντας τις διαμαρτυρίες των τουρκοκρητικών σταμάτησε το καρναβάλι και κάλεσε τους καρναβαλιστές ενώπιον του, πριν ακόμη ολοκληρωθεί η παρέλαση στην Πλατιά Στράτα. Τελικά παρά την οργή των τουρκοκρητικών, η παρέλαση ολοκληρώθηκε με την έγκριση του Πασά. Ενδεικτικό βέβαια της τεταμένης κατάστασης ήταν ότι οι χριστιανοί καλού κακού είχαν λάβει τα μέτρα τους και είχαν επιστρατεύσει τους γενναίους «Καλντιριμιτζίδες» για να προστατεύσουν το καρναβάλι από τυχόν ταραχοποιούς Τούρκους. Αρχηγός τους ήταν το «πρωτοπαλίκαρο του Κάστρου» ο Ιωάννης Σαατσάκης ή Γιαννίκος που είχε την φήμη του «τρομοκράτη» των Τούρκων. Κι όπως θυμάται ο ζωγράφος Ε. Μαρκογιαννάκης, το σύνθημα του Γιαννίκου ήταν: «Αβάντσο οι Καβαλιέροι και σόττο οι ντάμες!».
Το καρναβάλι του 1908 στον «Καπετάν Μιχάλη» του Καζαντζάκη
Μετά την απελευθέρωση όπως ήταν αναμενόμενο η ανάγκη για ξέσπασμα ήταν μεγάλη κι έτσι γενικά τα καρναβάλια της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα έμειναν στην ιστορία για το πηγαίο και αυθόρμητο χιούμορ τους. Το καρναβάλι του 1908 ήταν το πρώτο μεγάλο καρναβάλι που ξεκίνησε με πρωτοβουλία κάποιων φοιτητών της εποχής, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Νίκος Καζαντζάκης – ο οποίος περιγράφει σκηνικό από το συγκεκριμένο καρναβάλι στον "Καπετάν Μιχάλη": ένας Καστρινός, ο Θωμάς Φούρναρης που παρίστανε τον Προμηθέα Δεσμώτη «γυμνός τσίτσιδο το απανωκόρμι» σε σχετικό άρμα στο καρναβάλι, πέθανε λίγες μέρες μετά από πνευμονία! Γράφει ο Καζαντζάκης στο βιβλίο: «Ο σερσέμης ο Τίτυρος τον είχε πάρει στο λαιμό του. Τον έβαλε να παραστήσει τις Απόκριες, δεν ξέρω ποιον, εξαποδώ, αρχαίον ήρωα. Κι έκανε κρύο διαολεμένο, πούντιασε ο κακομοίρης ο Θωμάς και σε τρεις μέρες κακάρωσε…».
Την οργάνωση του καρναβαλιού ανέλαβε ειδική επιτροπή, το «Κομιτάτο» και οι προετοιμασίες ξεκίνησαν καιρό πριν. Με απόλυτη μυστικότητα σε κάποια αυλή της Κιζίλ Ντάμπια (Αγία Τριάδα) δημιουργήθηκε το περιβόητο άρμα του Διονύσου από τεχνίτες και ξυλουργούς. Για την διακόσμηση του κουβαλήθηκαν δύο φορτία κισσού και μυρτιάς από το Κανλί Καστέλι. Ο Σταύρος Φουζέτης παρίστανε το Διόνυσο, κορίτσια καλών οικογενειών με μακριές τηβέννους και στεφάνια από κισσό πετούσαν λουλούδια στο πλήθος, ενώ το άρμα το έσερναν όχι ένα και δύο, αλλά έξι άλογα. Στο καρναβάλι παραβρέθηκε κυριολεκτικά όλο το Κάστρο που παρακολούθησε την παρέλαση από δρόμους, ταράτσες, δώματα και φεγγίτες, από την Χανιώπορτα μέχρι την πλατεία Ελευθερίας (που τότε ονομαζόταν «Βασιλοπαίδος Πρίγκηπα Γεωργίου»). Σύμφωνα με μαρτυρία «εις τα χριστιανικά σπίτια δεν έμεινε ούτε ο σκύλος των». Η παρέλαση ξεκίνησε κατά τις 14.30 και τα άρματα (εκτός από αυτό του Διονύσου) είχαν πολιτικό χαρακτήρα: σατίριζαν την άθλια τότε οικονομική κατάσταση, και τα έργα που δεν έγιναν παρά τις υποσχέσεις της κυβέρνησης (κάτι μας θυμίζει αυτό).
Ο διαβόητος «Σιδηρόδρομος της Μεσσαράς» και τα αυγά του πετεινού
Αποκορύφωμα του καρναβαλιού του 1908 ή 1910 (τα δημοσιεύματα είναι αντιφατικά ως προς τη χρονολογία) ήταν ο «Σιδηρόδρομος της Μεσσαράς». Περίπου 15 γαϊδούρια δεμένα το ένα πίσω από το άλλο παρίσταναν τα βαγόνια του σιδηρόδρομου που θα ένωνε το Ηράκλειο με τη Μεσσαρά και δεν υλοποιήθηκε ποτέ, με επιγραφές στα σαμάρια τους που έλεγαν «Πρώτη Θέσις», «Δευτέρα Θέσις» κόκ. Στη θέση του μηχανοδηγού καβάλα ήταν ο Γεώργιος Μυλοποταμιτάκης γνωστός και με το παρατσούκλι «Κιουκιούλας». Ο Κιουκιούλας είχε το χάρισμα να κάνει τέλεια τη μίμηση της φωνής του γαϊδάρου, ξεσηκώνοντας και τα άλλα, τα κανονικά γαϊδούρια με αποτέλεσμα να γίνει πανζουρλισμός όταν περνούσαν κάτω από το μπαλκόνι του «Κομιτάτου» το οποίο θα αποφάσιζε για τα βραβεία.
Σάτιρα για τα ανύπαρκτα «έργα» έκανε και το άρμα που εμπνεύστηκε ο Θρ. Μαρκίδης: πάνω σε ένα δίτροχο αμάξι έβαλε «φυσικήν χλόην» που ξεπάτωσε από τα «μεζαρλίκια» λίγο έξω από τη Χανιώπορτα. Στη μέση τοποθέτησε έναν τεράστιο πετεινό που όπως αφηγείται ο ίδιος ήταν «κατασκευασμένος από φυσικά πτερά που εμάδησα από τους πετεινούς όλης της συνοικίας μου». Μέσα στην πράσινη χλόη έριξε σκόρπια πολλά υπερφυσικά αυγά σε καθένα από τα οποία έγραφε: «Σιδηρόδρομος Μεσσαράς-Μουσείον-Φυλακαί-Δημόσιοι Δρόμοι». Και για να δέσουν όλα αυτά τα στοιχεία έβαλε μια επιγραφή στο πίσω μέρος του αμαξιού με το εξής δίστιχο:
«Τα έργα που γενήκανε στον τόπο μας απάνω,
μοιάζουνε όλα των αυγών που μπόρεσα να κάνω»
Για την ιστορία, το άρμα αυτό κέρδισε «8 χρυσά εικοσόφραγκα» από το Κομιτάτο, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο δημιουργός. Όσο για το πρώτο βραβείο (10 χρυσά εικοσόφραγκα) πήγαν στο άρμα του Διονύσου.
Οι απόκριες του ’24: Μασκαράτες και Πόλκα
Είναι η εποχή των «μασκαράτων» όπου ο συναγωνισμός για την πιο πρωτότυπη ενδυμασία είναι μεγάλος. Η πλατεία στις Τρεις Καμάρες γέμιζε με κομφετί και σερπαντίνες, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι μασκαράδες, και οι λεγόμενοι «Καζαντζακικοί», οι λάτρεις δηλαδή των ιδεών του Καζαντζάκη, ντύνονταν πιερότοι με μαύρη μεταξωτή στολή που στην πλάτη είχε ένα ερωτηματικό. Στο ΝΤΟΡΕ χόρευαν πόλκα και έψαχναν την πολύτιμη αφορμή να πλησιάσουν τον αγαπημένο ή την αγαπημένη τους με ένα αποκριάτικο πείραγμα και στο «Θέατρον Πουλακάκι» έπαιζαν αυγοπόλεμο, ανθοπόλεμο και χαρτοπόλεμο μετά την παράσταση.
Τα καρναβάλια του ’30: στο ΝΤΟΡΕ και στο Θέατρο Πουλακάκι
Σιγά σιγά το Ηράκλειο αρχίζει να συνέρχεται από τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής και να ενσωματώνει καλύτερα τους μικρασιάτες πρόσφυγες. Τα θέατρα «Αγλαΐα» (μετέπειτα κιν/φος Απόλλων) και «Πουλακάκι» (μετέπειτα κιν/φος Ηλέκτρα), ο κινηματογράφος Μινώα (δηλαδή η Βασιλική του Αγίου Μάρκου), το καφενείο «Εθνικόν», το χοροδιδασκαλείο Τριανταφυλλίδη, το Καζίνο Ροΐδη (τέρμα Χάνδακος), μετατρέπονται σε αίθουσες χορού. Υπάρχει βέβαια και το ΝΤΟΡΕ που λειτουργεί σαν αίθουσα δεξιώσεων όλο το χρόνο.
Τα γλέντια είναι ολονύχτια, οι ορχήστρες βγαίνουν από τα μαγαζιά και παίζουν στους δρόμους και στο τέλος όλοι καταλήγουν στο Μεϊντάνι για ζουμί κότας και καβρουμάδες!
Έρχονται ορχήστρες «διεθνούς φίρμας» και το Ηράκλειο συμμετέχει σύσσωμο στις αποκριάτικες εκδηλώσεις. Έρχονται επίσης και θίασοι από την Αθήνα (Σαπουντζάκη, Νταλμάς, Καλουτά) στο θέατρο «Πουλακάκι». Στις δύο λέσχες της πόλης γίνονται επίσημοι χοροί: οι άντρες φορούν σμόκιν, λουστρίνι και παπιγιόν, οι γυναίκες μακριές τουαλέτες. Τα γλέντια είναι ολονύχτια, οι ορχήστρες βγαίνουν από τα μαγαζιά στο κλείσιμο τους και παίζουν στους δρόμους και στο τέλος όλοι καταλήγουν στο Μεϊντάνι για ζουμί κότας και καβρουμάδες! Γενικότερα, στα χρόνια του μεσοπολέμου η Καστρινή Αποκριά ήταν τόσο δημοφιλής ώστε οργανώνονταν εκδρομές από την Αθήνα και υπήρχαν σχετικές διαφημίσεις στον αθηναϊκό τύπο.
Οι "Ημέρες Χαράς" & η Χρυσή Εποχή των Καστρινών Καρναβαλιών
Μετά τη δεκαετία του ’30 ήρθε το κίνημα του 1935, η δικτατορία Μεταξά και μετά ο πόλεμος, η Κατοχή. Κανείς δεν είχε όρεξη για καρναβάλια. Ώσπου το 1952 οι «Ημέρες Χαράς» όπως ονομάστηκαν, ήταν η απαρχή της νέας «χρυσής εποχής» του Καστρινού Καρναβαλιού.
Η παρέλαση ξεκίνησε από την «Πύλη Χανίων» στις 15.00 και την άνοιξε η Φιλαρμονική που για πρώτη φορά φόρεσε τις νέες στολές της (θεωρήθηκε πολύ σημαντικό αυτό το γεγονός εκείνη την εποχή!). Ακολούθησε ο Καρνάβαλος και πίσω του μασκαράδες: βρακοφόροι, χωριατοπούλες, κολομπίνες, πιερότοι, κουδουνάτοι, τουρκάκια, παλιάτσοι. Στην συνέχεια πέρασε το Γαϊτανάκι με τις 32 ανυφάντρες που αν κρίνουμε από το θαυμασμό των χρονογράφων της εποχής, έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Η παρέλαση έφτασε ως την πλατεία Ελευθερίας, έπειτα πέρασε από τους «νότιους συνοικισμούς» κι επέστρεψε στην πλατεία το βραδάκι.
Πέρα όμως από το επίσημο καρναβάλι, τις δεκαετίες του ’50 και ’60 στους δρόμους του Ηρακλείου οι παρέες παρουσίαζαν σκετς και διασκέδαζαν ως το πρωί. Η προετοιμασία των στολών γινόταν αρκετές βδομάδες πριν το τριώδιο, και υπήρχε ενεργή συμμετοχή ακόμα και από τον δήμαρχο της πόλης Γ. Γεωργιάδη.
Στου «Ρεγγινάκη» και στο «Caprice» γίνονταν οι παιδικές γιορτές, ενώ οι επίσημες γιορτές των «μεγάλων» γίνονταν στο ΝΤΟΡΕ, στον Απόλλωνα, στη Λέσχη Ηρακλείου. Για τις ανάγκες της ψυχαγωγίας επιστρατεύονταν μουσικοχορευτικά σχήματα από την Αθήνα, και φυσικά δεν έλειπαν διαγωνισμοί αμφίεσης και μάσκας. Το γλέντι συνεχιζόταν ως το πρωί, με τους ξενυχτισμένους μασκαράδες να καταλήγουν στα πατσατζίδικα της 1821, στου Χιώτη στις Πατέλες και στα Λιοντάρια, για μπουγάτσα φυσικά.
Και σήμερα;
Το «Καστρινό Καρναβάλι» σήμερα αναβιώνει μεν τα τελευταία χρόνια, ακολουθώντας τη διαδρομή αιώνων (Χανιώπορτα - Καλοκαιρινού - Πλ. Ελευθερίας) αλλά όχι με την παλιά του αίγλη – επισκιάζεται δε από το πολύ μεγαλύτερο Ρεθεμνιώτικο καρναβάλι. Υπάρχει όμως κάτι στον DIY χαρακτήρα του με τις χειροποίητες στολές, τα αυτοσχέδια άρματα και την παρεΐστικη διάθεση που μοιάζει να το συνδέει ιστορικά με τα καστρινά καρναβάλια έναν αιώνα πριν. Κι ίσως τελικά αυτό να έχει περισσότερη σημασία από τα ακριβά φανταχτερά κοστούμια και τις τεράστιες διοργανώσεις…
*Θέλουμε να ευχαριστήσουμε τον κ. Μηνά Γεωργιάδη από τη Βικελαία Βιβλιοθήκη για το πλούσιο υλικό της προσωπικής του αποδελτίωσης στα αποκόμματα εφημερίδων του περασμένου αιώνα, και την κ. Λιάνα Σταρίδα για το σπάνιο πραγματικά φωτογραφικό υλικό της καστρινής αποκριάς.